καλάθωσις

καλάθωσις
καλάθωσις
coffering
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλάθωσις — καλάθωσις, ἡ (Μ) [καλαθώ] 1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους*, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού 2. η ίδια η διακόσμηση τής οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους 3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή,… …   Dictionary of Greek

  • καλάθωσιν — καλάθωσις coffering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθωμα — καλάθωμα, τὸ (Μ) [καλαθώ] καλάθωσις* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”